σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… … Dictionary of Greek
σοφολογιοτατισμός — και σοφολογιωτατισμός, ο, Ν ειρων. το να μιμείται κανείς τον σοφολογιότατο, σχολαστικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφολογιότατος / σοφολογιώτατος + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
σοφολογιότητα — και λογ. τ. σοφολογιότης, η, Ν 1. τίτλος σοφού και λογίου συγχρόνως («η υμετέρα σοφολογιότης») 2. ειρων. σχολαστικότητα, σχολαστικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λόγιος + κατάλ. ότητα. Η λ., στον λόγιο τ. σοφολογιότης, μαρτυρείται από το 1744 στα… … Dictionary of Greek
σχολαστικός — ή, ό / σχολαστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία») 2 … Dictionary of Greek
Αδελάρδος του Μπαθ — (Adelard οf Βαth,12ος αι.). Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ηγετική μορφή στην αναβίωση της κλασικής παιδείας στη Δύση κατά την εκατονταετία 1050 1150, στην οποία θεμελιώθηκε ο σχολαστικισμός του Μεσαίωνα. Η μεγαλύτερη συμβολή του ήταν η… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… … Dictionary of Greek
Σουαρέθ, Φραγκίσκος — (Suarer). Ισπανός θεολόγος και φιλόσοφος (1548 1617). Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνγκας, στο οποίο και δίδαξε την περίοδο από το 1570 ώς το 1580. Διετέλεσε επίσης καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Σεγκόβιας, του Βαλιαδολίδ και της Αβιλέ, στο … Dictionary of Greek
δασκαλισμός — ο στενοκεφαλιά, σχολαστικισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοφολογιοτατισμός — ο σχολαστικισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)